- χείμαρος
- ο, ΝΑνεοελλ.ναυτ. οπή στο κύτος λέμβου κατάλληλη για την εκροή νερού, όταν αυτή ανασύρεται από τη θάλασσα, κν. τρύπα τού νερούαρχ.πάσσαλος στερεωμένος στον πυθμένα πλοίου, τον οποίο αφαιρούσαν, όταν έβγαζαν το πλοίο στην ξηρά, προκειμένου να εκρεύσει το νερό και έτσι να αποφευχθεί πιθανή σήψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος τού ναυτικού λεξιλογίου, ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί παρ. της λ. χεῖμα με επίθημα -ρος (πρβλ. κύλινδ-ρος, τάλα-ρος), με τη σημ. τής τάπας, τού πασσάλου που χρησιμοποιείται σε περίπτωση κακοκαιρίας (για ανάλογο σχηματισμό, πρβλ. εὐδίαιος «οπή τού πλοίου από την οποία εξέρχονται τα ακάθαρτα νερά» < εὐδία «καλοκαιρία», βλ. λ. ευδίαιος). Η άποψη ότι η λ. χεί-μαρος είναι σύνθ. τού οποίου το α' συνθετικό ανάγεται στην ΙΕ ρ. *ghe- / *ghei- με σημ. «αφήνω, φεύγω, πηγαίνω» (πρβλ. χάζω), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το λατ. mare «θάλασσα», δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.